- διχρονία
- διχρονία, η (Α)1. (μετρ.) δύο βραχύχρονες συλλαβές2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός 6.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διχρονίαν — διχρονίᾱν , διχρονία two short syllables fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)